- Πριάμῳ
- Πρίαμοςpriammasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Πριάμω — Πρίαμος priam masc nom/voc/acc dual Πρίαμος priam masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πριάμωι — Πριάμῳ , Πρίαμος priam masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιμηνίω — ἐπιμηνίω (Α) οργίζομαι εναντίον κάποιου («ἀεὶ γὰρ Πριάμῳ ἐπεμήνιε δίῳ», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μηνίω «οργίζομαι» (< μήνις, «οργή»)] … Dictionary of Greek